Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

Οι τρεις Εκκλησίες του χωριού μας μεταβάλλονται σε Νοσοκομείου το '40 με ' 41.

Τρεις Εκκλησίες του χωριού μας, του Αγίου Νικολάου, της Παναγίας και του Εσταυρωμένου, μεταβλήθηκαν, για λίγο διάστημα, προσωρινά έστω, από “Οίκοι του Θεού” σ΄ ένα άλλο είδος Οίκων, μέσα στους οποίους δεν συναθροίζονταν πλέον οι χωριανοί μας για να λειτουργηθούν, αλλά στεγάζονταν οι τραυματισμένοι στρατιώτες μας του Αλβανικού Μετώπου κατά τον πόλεμο του 1940-1941 και που τις ψαλμωδίες και τους ήχους, είχαν αντικαταστήσει οι φωνές του πόνου των τραυματισμένων εκείνων Ηρώων μας και τα παρήγορα λόγια των αδελφών Νοσοκόμων. Οι τρεις αυτές μεγαλύτερες Εκκλησίες του χωριού μας μεταβλήθηκαν προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι επιτακτικές ανάγκες της εποχής εκείνης, ως ελαχίστη προσφορά προς τον Ελληνικό Στρατό που αγωνιζόταν τότε σκληρά στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας για την τιμή και την ελευθερία της Πατρίδας μας, σε νοσοκομειακές αίθουσες νοσηλείας, μέσα στις οποίες στεγάζονταν οι τραυματισμένοι μας φαντάροι που μεταφερόταν εδώ από το μέτωπο. Τα υπάρχοντα τότε νοσοκομεία, της πόλεως και του Αχιλλείου, το οποίο και αυτό τότε είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, δεν επαρκούσαν και έτσι συνεστήθηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό στο χωριό μας κι ένα τρίτο νοσοκομείο, που το μεν χειρουργείο του στεγαζόταν στο ισόγειο της βίλλας του Βασιλάκη, που σήμερα λειτουργεί σαν τουριστικό ξενοδοχείο, τα δεν θεραπευτήριά του μέσα στα οποία γίνονταν η νοσηλεία των χειρουργημένων στρατιωτών, στις τρεις πιο πάνω εκκλησίες μας. Στο νοσοκομείο αυτό του χωριού μας, στέλνονταν κυρίως στρατιώτες μας που είχαν προσβληθεί από κρυοπαγήματα και είχαν ανάγκη χειρουργικών επεμβάσεων, οι οποίες ως τελική κατάληξη είχαν, τις περισσότερες φορές τον ακρωτηριασμό του ενός ή και των δύο άκρων. Όλο το χωριό την περίοδο εκείνη, όπως ήταν φυσικό ζούσε στο κλίμα των ημερών. Οι καθημερινές συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από τον πόλεμο. Τα νέα του μετώπου κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα, όπως τα στρατιωτικά αυτοκίνητα με τις χαρακτηριστικές επεμβάσεις στα φανάρια τους για συσκότιση, πηγαινοερχόταν καθημερινά μεταφέροντας τραυματίες και εφόδια. Η μοναδική εκκλησία που επέμεινα στην θρησκευτική λατρεία των χωριανών μας την περίοδο εκείνη, ήταν η μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στον ομώνυμη γειτονιά, όπου εκεί και μόνον τελούνταν όλες οι λειτουργίες με πάνδημη βέβαια τη συμμετοχή και που γι αυτό δεν χωρούσε όλους μέσα και γέμιζε από κόσμο και το προαύλιο. Την ημέρα μόνον των Χριστουγέννων του ΄40 ήχησαν ξανά, ύστερα από πολύ καιρό οι καμπάνες του Αγίου Νικολάου, καλώντας στη Θεία Λειτουργία της ημέρας εκείνης. Όπως ήταν φυσικό οι χωριανοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και κατέκλυσαν την εκκλησία τους. Ήταν όμως μια λειτουργία που τελέστηκε σ΄ ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό, με τις σειρές των κρεβατιών ανάμεσα σε τρία επίπεδα που πολλές φορές εμπόδιζαν τη θέα προς τα εικονίσματα και τους τραυματισμένους στρατιώτες μας πάνω σ΄ αυτά καθιστούς ή ξαπλωμένους, να εισπράττουν την ανταπόκριση της ευγνωμοσύνης μας με τα πονεμένα αλλά και περήφανα βλέμματά τους. Εκεί μέσα την ημέρα εκείνη το “Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…”, έπαιρνε ένα ξεχωριστό νόημα, που σημάδευε κατ΄ ευθείαν το νου και την καρδιά και γεννούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα που ο χρόνος μέχρι και σήμερα δεν τα έχει σβήσει. Όπως δεν έχει σβήσει και τις σεβάσμιες μορφές των ταπεινών ιερωμένων της εποχής εκείνης που διακονούσαν με τον καλύτερο τρόπο το λειτούργημά τους. Του παπα- Γαρδέλη ιδιαίτερα προβάλει στη μνήμη μας η μορφή με το φωτοστέφανο της πατριδολατρίας και της γενναιότητας. Ήταν αυτός που αργότερα, εκφράζοντας το κοινό αίσθημα, τολμούσε, διακινδυνεύοντας στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, παρά την έντονη παρουσία του εχθρού παντού, να δέεται με όλο το παλμό της γέρικης φωνής του, στην πιο κορυφαία συνάθροιση της εποχής εκείνης, στην “Παράκληση- δέηση” που γίνεται στον Εσταυρωμένο κατά την Λιτανεία της Δεύτερης μέρας του Πάσχα και “Υπέρ της απελευθερώσεως του ευσεβούς ημών έθνους” και γέμιζαν τα μάτια και οι καρδιές ελπίδα...